- αλληλούχοι
- ἀλληλοῦχοι, -α (Α)αυτοί που έχουν συνάφεια μεταξύ τους, οι συναπτόμενοι, οι συνεχόμενοι.[ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. τού τύπου *ἀλληλοῦχος < ἀλληλο-* + -οῦχος < ἔχω.ΠΑΡ. ἀλληλουχίααρχ.-μσν.ἀλληλουχῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλληλ(ο)- — [Α ἀλληλ(ο) ] Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής Αρχαίας όσο και της Νεοελληνικής, που προέρχεται από το θέμα της αρχαίας αλληλοπαθούς αντωνυμίας αλλήλων. Τα σύνθετα με το αλληλο αποτελούν λεξικοποιημένη δήλωση τής… … Dictionary of Greek
αλληλουχία — Η αμοιβαία σύνδεση· η συνάφεια· η λογική συγκρότηση· η συνοχή. (Φιλοσ.) Η λογική προσαρμογή των ιδεών μεταξύ τους, ο στενός δεσμός των φαινομένων. Σχετικά με το περιεχόμενο της α. διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις. Ο Σέξτος ο Εμπειρικός (200 250… … Dictionary of Greek
αλληλουχώ — ἀλληλουχῶ ( έω) (ΑΜ) 1. συνάπτω, συνδέω 2. συνάπτομαι, συνδέομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλληλοῦχος, βλ. ἀλληλοῦχοι] … Dictionary of Greek